- κτήτωρ
- κτήτωρ, -ορος, ὁ (AM)βλ. κτήτορας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτήτωρ — possessor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητόρων — κτήτωρ possessor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτῆτορ — κτήτωρ possessor masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορα — κτήτωρ possessor masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορας — κτήτωρ possessor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορες — κτήτωρ possessor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορι — κτήτωρ possessor masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορος — κτήτωρ possessor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορσι — κτήτωρ possessor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήτορσιν — κτήτωρ possessor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)